- ὀξυμέριμνος
- ὀξῠ-μέριμνος, ον,A keenly laboured or studied,
παλαίσματα Ar.Ra.877
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλαίσματα Ar.Ra.877
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυμέριμνος — ὀξυμέριμνος, ον (Α) αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέριμνα (πρβλ. πολυ μέριμνος)] … Dictionary of Greek
ὀξυμερίμνοις — ὀξυμέριμνος keenly laboured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυμέριμνος — βραχυμέριμνος, ον (Α) εκείνος τον οποίο απασχολούν μέριμνες για εφήμερα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + μέριμνος < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος, πολυμέριμνος)] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek